εὐλάκᾳ — εὐλάκαι , εὐλάκα fem nom/voc pl εὐλάκᾱͅ , εὐλάκα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
волоку — волочь, укр. волоку, волочи, блр. волоку, волокцi, др. русск. волоку, волочи, ст. слав. влѣкѫ, влѣшти ἕλκω (Супр.), болг. влека, сербохорв. вуħи, вуħе̑м, словен. vlečem, vleči, чеш. vleku, vlěci, слвц. vlečiem, vliect , в. луж. wleku, wlec, н.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
ευλός — εὐλός, ὁ (Α) αυλάκι, οχετός, κανάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλ. μτγν. τ. τών αύλαξ, ευλάκα, «αυλάκι»] … Dictionary of Greek
u̯elk-1 — u̯elk 1 English meaning: to drag Deutsche Übersetzung: “ziehen” Material: Av. varǝk “ziehen, drag” only with Präverbien: aipivarǝčainti “ziehen ein Kleidungsstũck darũber an”; Lith. velkù (vil̃kti ), O.C.S. vlěkǫ “pull, drag” … Proto-Indo-European etymological dictionary