ευλάκα

ευλάκα
εὐλάκα, ἡ (Α)
(δωρ. λέξη) απαντά μόνο στη φράση «εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῑν» — διαφορετικά θα οργώσουν (τη γη) με αργυρό υνί, Θουκ. (η φράση είναι απόσπασμα από χρησμό, με τον οποίο προμηνυόταν στους Λακεδαιμονίους ότι θα ερχόταν περίοδος σιτοδείας, ώστε να προμηθεύονται σιτάρι αγοράζοντάς το από αλλού με πολλά χρήματα. Ούτε το ρήμα ούτε το όνομα απαντούν σε άλλο χωρίο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. < *ε-Fλακ-, με θέμα που απαντά στο αύλαξ* (< *α-Fλακ-) και διαφορετικό πρόθημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐλάκᾳ — εὐλάκαι , εὐλάκα fem nom/voc pl εὐλάκᾱͅ , εὐλάκα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • волоку — волочь, укр. волоку, волочи, блр. волоку, волокцi, др. русск. волоку, волочи, ст. слав. влѣкѫ, влѣшти ἕλκω (Супр.), болг. влека, сербохорв. вуħи, вуħе̑м, словен. vlečem, vleči, чеш. vleku, vlěci, слвц. vlečiem, vliect , в. луж. wleku, wlec, н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευλός — εὐλός, ὁ (Α) αυλάκι, οχετός, κανάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλ. μτγν. τ. τών αύλαξ, ευλάκα, «αυλάκι»] …   Dictionary of Greek

  • u̯elk-1 —     u̯elk 1     English meaning: to drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen”     Material: Av. varǝk “ziehen, drag” only with Präverbien: aipivarǝčainti “ziehen ein Kleidungsstũck darũber an”; Lith. velkù (vil̃kti ), O.C.S. vlěkǫ “pull, drag” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”